γαλακτοφόροι

γαλακτοφόροι
γαλακτοφόρος
giving milk
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαλουχία — Παραγωγή και έκκριση γάλακτος μετά τον τοκετό. Όταν ένα μωρό βυζαίνει τη θηλή της μητέρας του, ρέει γάλα που παράγεται σε αδένες που βρίσκονται στο πίσω μέρος του μαστού, σε μικροσκοπικούς σάκους που καλούνται γαλακτοφόροι πόροι. Η πίεση από τον… …   Dictionary of Greek

  • πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”